- κυνηγεύω
- κυνηγεύω (Μ)βλ. κυνηγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνήγευμα — κυνήγευμα, τὸ (Μ) [κυνηγεύω] κυνήγι, θήρα … Dictionary of Greek
κυνηγώ — (AM κυνηγῶ, έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός] 1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων 2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και… … Dictionary of Greek